ΤΑ ΜΠΟΥΛΟΥΚΙΑ.

10.Οι Ηπειρώτες μαστόροι, στην προσπάθειά τους να βρουν και να κλείσουν δουλειές, είχαν την συνήθεια να σχηματίζουν ομάδες μεταξύ τους και να περιφέρονται σ’ όλη την Ελλάδα. Οι ομάδες αυτές ονομάζονταν μπουλούκια . Ήταν δηλαδή οργανωμένες παρέες που απαρτίζονταν από όλες τις ειδικότητες, μαστόροι, πελεκάνοι, χτιστάδες και αχθοφόροι. Ο καθένας είχε το υποζύγιό του, που με αυτό μετέφερε τα πράγματά του, κι όταν άρχιζε η δουλειά, όλα τα ζώα μαζί χρησιμοποιούνταν στην μεταφορά των υλικών. Για να είναι αποδοτική η ομάδα, αλλά και για να επικρατεί τάξη και όχι αναρχία, το κάθε μπουλούκι είχε τη δική του αυστηρή ιεραρχία, με αρχηγό τον πρωτομάστορα.
Με το πέρασμα του χρόνου, για να καταφέρουν να λειτουργούν όλοι σαν ένας άνθρωπος, ένα μυαλό και ένα χέρι, ανέπτυξαν και δική τους γλώσσα σιγά σιγά, καταληπτή μόνο από τους ίδιους. Από μπουλούκι σε μπουλούκι υπήρχαν διαφορετικές διάλεκτοι, ανάλογα του τόπου καταγωγής των μαστόρων, όμως όλες αυτές οι ιδιόλεκτοι, οι «γλώσσες» αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε έτσι: «είναι ιδιώματα που τα μεταχειρίζονται άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα ή με την ίδια απασχόληση, ομότεχνοι, κάποτε για αστείο, συνήθως όμως με σκοπό να συνεννοούνται μεταξύ τους μυστικά, έτσι που να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι, συχνά μάλιστα και για να πολεμήσουν την κοινωνία , προς την οποία βρίσκονται με τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα σε αντίθεση και εχθρότητα».11
Οι Ηπειρώτες μαστόροι μιλούσαν μία δική τους διάλεκτο τα «Κουδαρίτκα» ή «Μαστόρκα».12
Η συνήθεια αυτή των μαστόρων, να συγκροτούν μπουλούκια και να περιφέρονται προς αναζήτηση δουλειάς, αποδείχθηκε ιδιαίτερα συμφέρουσα κι έτσι εφαρμόσθηκε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Στην Ευρυτανία, για παράδειγμα, βρίσκουμε μπουλούκια προερχόμενα από διάφορα χωριά, με πιο γνωστά αυτά από τη Βράχα. Οι χτιστάδες μάλιστα αυτοί ανέπτυξαν και τη δική τους διάλεκτο «τα μαστόρικα της Βράχας». 13 Το λεξιλόγιό τους, ήταν περιορισμένο και περιλάμβανε μόνο λέξεις και φράσεις που χρειάζονταν στη δουλειά τους. Έτσι λέγανε:
Σέρφαλα, σέρφαλα = Σιγά σιγά , μη βιάζεστε
Όρθα Παναγιά = Βάλτε τις πέτρες όρθιες
Εδώ ράζει γκιώνης = Τ’ αφεντικό έχει πολύ τυρί (Θα φαμε καλά !)
Εδώ ράζει Σεραφείμ’ς = Τ’ αφεντικό έχει πολύ κρασί (θα πιούμε πολύ !)
Σουρδίζει = Μας βλέπει!
Λαμάτσο = Ο παππάς
Στάκας = Το αφεντικό
Τέτοια διάλεκτο στην περιοχή μας, είχαν αναπτύξει οι γύφτοι (οι σιδεράδες) του Καρπενησίου και της Χρύσως, τα λεγόμενα «Ντόρτικα της Ευρυτανίας», καθώς και η συντεχνία των Καπορραπτών της περιοχής μας. 14
--
10. Μπουλούκι: Από το Τουρκικό boluk (= συντροφιά – λόχος ). Περιπλανώμενη ομάδα μαστόρων με αυστηρή ιεραρχία και συνήθως καταγωγή από το ίδιο μέρος .
11. Τα Ντόρτικα της Ευρυτανίας. Συμβολή στα Ελληνικά «Μαστόρικα», Υπό Μανώλη Τριανταφυλίδη
12. Σπύρου Μαντά , «Τα Ηπειρώτικα Γεφύρια», Σελ . 131
13. Β. Ν. Μαντούζα, «Η Βράχα», Σελ. 293
14. Κλ. Σ. Κουτσούκης: Ευρυτανικές προσεγγίσεις, Σελ. 190. Αναφορά και βιβλιοκριτική στο βιβλίο του Μάρκου Γκιόλια «Το συντεχνιακό δίκαιο και η συνθηματική γλώσσα των Καπορραπτών της Ευρυτανίας», Αθήνα 1985


Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑ.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αφιερώσουμε λίγο χώρο για να γνωρίσουμε καλύτερα τους ανθρώπους αυτούς που αποτελούσαν τα μπουλούκια . Η ζωντανή αφήγηση ενός από τους τελευταίους εν ζωή Ηπειρώτες μαστόρους, του Τάκη Τραγουδάρα από τα Πράμαντα των Τζουμέρκων, αφήνει πίσω της τον απόηχο μιας τέχνης σχεδόν «μουσικής», που ορίζεται από το ρυθμικό πελέκημα της πέτρας. Σε μια ραδιοφωνική εκπομπή 15, γέροντας πλέον ο μάστορας, περιέγραφε τη ζωή και τις συνθήκες εργασίας μέσα σε ένα μπουλούκι.
Ο ίδιος ήταν «πελεκάνος» από τα δεκαεννιά του χρόνια . Το μπουλούκι ήταν μία μικρή κοινωνία, με αυστηρή ιεραρχία και πολύ σκληρούς άγραφους νόμους. Αρχηγός ήταν ο πρωτομάστορας και ακολουθούσαν οι πελεκάνοι, οι χτιστάδες και οι υπάλληλοι. Όλοι ήταν συχωριανοί, προέρχονταν από το ίδιο χωριό, στο οποίο ζούσαν με αδιατάρακτο σεβασμό και υπόληψη, χωρίς την εξαίρεση κανενός.
Τα καλύτερα και πιο ονομαστά μπουλούκια ήταν από την Κόνιτσα και από τα Τζουμέρκα. Όταν έφτανε η ώρα να ξεκινήσουν από τα χωριά τους, γινόταν αποχαιρετιστήριο γλέντι και οι γυναίκες ξεπροβόδιζαν τους άντρες μέχρι έξω από το χωριό. Ο κάθε ένας που είχε γάιδαρο ή μουλάρι για τη δουλειά, το έπαιρνε μαζί του στο ταξίδι, για να κουβαλάει τα πράγματά του μ’ αυτό. Οι δουλειές πολλές φορές ήταν προσυμφωνημένες και έτσι ξέρανε πού θα πάνε. Ελάχιστες ήταν οι φορές που ξεκινάγανε έτσι «στο βρόντο» και κλείνανε συμφωνίες όπου τύχαινε να βρουν δουλειά. Τα έργα που αναλαμβάνανε ήταν γεφύρια, εκκλησίες, σπίτια και βρύσες. Τις συμφωνίες τις έκλεινε ο πρωτομάστορας για λόγου τους. Το πρώτο που κοίταζε ήταν η τιμή. Όλα τα άλλα ήταν λεπτομέρειες.
Όταν άρχιζε η δουλειά, απαγορεύονταν οι κουβέντες με το αφεντικό. Μόνο ο πρωτομάστορας μίλαγε μ’ αυτό. Ο κάθε ένας ήξερε τη δουλειά του και την έκανε ευσυνείδητα. Όλο το μπουλούκι ξύπναγε χαράματα και ο καθένας τράβαγε για το πόστο του. Οι υπάλληλοι με τα ζώα φεύγανε για το νταμάρι, για πέτρα. Οι χτιστάδες ετοιμάζανε τη λάσπη και οι πελεκάνοι αρχίζανε το ρυθμικό πελέκημα με το σφυρί, το κοπίδι και τα χτένια . Η δουλειά προχώραγε όλη μέρα. Ο πρωτομάστορας με ένα κουβά έριχνε νερό πάνω στον έτοιμο τοίχο. Αν «βύζαινε» ο τοίχος το νερό, τον ρίχνανε κι άρχιζε απ΄ την αρχή το χτίσιμο. Το ηλιοβασίλεμα η δουλειά σταμάταγε και αφού όλοι πλένονταν και οι υπάλληλοι δένανε τα ζώα, κάθονταν κι αυτοί να φάνε με τη σειρά τους τη φασολάδα που έβραζε από το πρωί στο καζάνι. Ήταν πια η ώρα της ξεκούρασης και της σχόλης. Εκείνο που απαγορευότανε «δια ροπάλου» ήτανε το μεθύσι και η κλεψιά .
Το έργο σιγά σιγά προχωρούσε και στο τέλος, εάν όλα πήγαιναν καλά, ερχόταν η ώρα της πληρωμής. Τα συμφωνημένα τα έπαιρνε ο πρωτομάστορας και η μοιρασιά γινόταν στα ίσια γι’ αυτόν, τους χτιστάδες και τους πελεκάνους, αφού έβγαζε τα έξοδα. Τα ζώα παίρνανε κι αυτά μερίδιο ισότιμα, ενώ οι υπάλληλοι πληρώνονταν με το μήνα. Αυτοί όμως, είχαν σίγουρο το μισθό, γιατί κι αν ακόμα η δουλειά δεν πήγαινε καλά, η αμοιβή τους δεν χανόταν.
Οι παράγοντες που μπορεί να επηρέαζαν ώστε να μην προκόψει η δουλειά ήταν πολλοί, όπως οι καιρικές συνθήκες. Ιδιαίτερα στη κατασκευή ενός γεφυριού, μία πρόωρη και αναπάντεχη κατεβασιά ήταν πολύ πιθανή. Με δεδομένο ότι η πληρωμή γινόταν στο τέλος των εργασιών και μετά την παράδοση του έργου στο αφεντικό, αυτός ο τρόπος πληρωμής έκρυβε πολλά ρίσκα .
«Καμιά φορά», λέει ο κυρ Τάκης, «στράβωνε η δουλειά και τα παρατάγαμε στη μέση και φεύγαμε. Τότε το έργο δεν γινότανε ποτέ, γιατί κανένα μπουλούκι δεν αναλάμβανε μισοτελειωμένη δουλειά. Αυτό ήταν νόμος. Αν καμιά φορά το έργο έπεφτε μετά την παράδοσή του, την ευθύνη δεν την είχαν πλέον οι μαστόροι. Όμως ο πρωτομάστορας γινόταν από κει και πέρα ρεζίλι στην κοινωνία».
Όταν τέλειωνε η δουλειά σε ένα μέρος και οι μαστόροι είχαν τα χρονικά περιθώρια να αναλάβουν κι άλλο έργο, το έκαναν. Έτσι, μέχρι το χειμώνα που το μπουλούκι επέστρεφε στο χωριό, η εργασία συνεχιζόταν απρόσκοπτα .
Υπήρχαν όμως και φορές που οι μαστόροι ήταν ψεύτες και παραδόπιστοι και δεν κάνανε καλή δουλειά, όπως μας αναφέρουν παλιοί περιηγητές:
«Οι μαστόροι που έβαλαν οι χωριανοί για να το φτειάσουν, ήταν ψεύτες, και δεν έφτειαναν σίγουρη δουλειά, Όσο έχτιζαν τη μέρα γκρεμιζόταν την ερχόμενη νύχτα. Ξανάρχιζαν την άλλη μέρα, τα ίδια πάλι το βράδυ. Επίτηδες έχτιζαν πρόστυχον τον τοίχο για να πέφτη, να βρίσκονται πάντα σε δουλειά, να πληρώνωνται άδικα τα μερομίσθια . Ράβε ξήλωνε δηλαδή δουλειά να μη σου λείπη, τό καναν αυτοί. Ένα βράδυ παρουσιάζεται η Παναγία στον ύπνο του πρωτομάστορα, και τον αρχίζει! ... Το’ δωκε ένα ξύλο γερό! Μαύρισε το κορμί του απ’ το πολύ δάρσιμο. Άμα σηκώθηκε το πρωί ο ψευτάνθρωπος κατάκαβε πια πως έχει να κάνει με την Παναγία και μόλις τότε άρχισε να φτειάνη παστρική δουλειά.. Πελέκαγε τις πέτρες πολύ καλά και τις έκανε γωνιαστές. Τις έπερναν οι μαστόροι τις αράδιαζαν κι έφτειαναν τοίχο που δεν τον ταράζει ούτε κανόνι και σήμερα ακόμα. Καθαροπελέκι από πάτο σε κορφή». 16
--
15. Από ραδιοφωνική εκπομπή του δευτέρου προγράμματος της Ε.ΡΑ. κάποιο Σάββατο, Δεκέμβρης του 1994 με θέμα την παρουσίαση της ζωής ενός μάστορα της
πέτρας.
16. Ιωάννη Γ. Ζούμπου: «Το μοναστήρι των Δομιανών Ευρυτανίας σημαντικό μνημείο της Ορθοδοξίας», Σελ. 123